παραλύοντας

παραλύοντας
παραλύω
loose and take off
pres part act masc acc pl (epic)
παραλύ̱οντας , παραλύω
loose and take off
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγαρικινικό οξύ — Οργανικό οξύ, παράγωγο του κιτρικού οξέος. Αποτελεί το κύριο συστατικό του αγαρικού του λευκού, που προέρχεται από ένα είδος μύκητα, και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Όταν εφαρμόζεται τοπικά, ερεθίζει τους βλεννογόνους και, όταν λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”